To γατί

«Έχει ζωή;» «Όχι», του απάντησε σε άπταιστα κτηνιατρικά. Τον είδε όμως, που απογοητεύτηκε. «Θα το παλέψουμε», συμπλήρωσε πίσω από τη μάσκα. «Οι γάτες είναι εφτάψυχες». Χορήγησε τη δεύτερη υποδόρια. Θερμοκρασία, πέντε μονάδες κάτω από το φυσιολογικό. Υποθερμία. Συνεχείς κενώσεις. «Θα του δίνεις αντιβίωση και ηλεκτρολύτες. Και να είναι ο χώρος ζεστός».

Το βρήκαν τα παιδιά την προηγουμένη, το πρωί. Να τουρτουρίζει. Έστεκε στη μέση της αυλής. Παρατημένο από τις άλλες γάτες. Δεν ήθελε να κρυφτεί στους θάμνους, να ζήσει φυλαγμένο τις έσχατες ώρες. Μετρούσε, κουλουριασμένο, τις τελευταίες του ανάσες. Αλλά οι εφτά ψυχές δεν βγαίνουν εύκολα. «Τι θα το κάνουμε το ζωντανό;» είπε η γυμνάστρια στο σχόλασμα. Έχασκε, το κακόμοιρο, στην αγκαλιά της. Τα μεσημέρια, ο αθηναϊκός χειμώνας γίνεται άνοιξη. Ή φθινόπωρο, αν προτιμάτε. Μα το γατί, δεν ημέρευε το τρέμουλο. Δεν του αρκούσε ούτε ο ήλιος, ούτε η ζεστή αγκαλιά που το φύλαγε.

«Θα το πάρω εγώ», πετάχτηκε ένας. «Δυο τρεις μέρες, ίσα να δυναμώσει». Αλλά το γατί, γινόταν ολοένα και πιο αδύναμο. Φαινόντουσαν, όμως, να το πιστεύουν. Πως το γατί θα κρατήσει την τελευταία του ψυχή και μια ώρα θα ανασηκωθεί και θα αρχίσει και πάλι τα γατίστικά του. Ίσως να βρει και κάνα σπίτι, να ξαπλώνει ολημερίς σε έναν καναπέ, να τρώει κονσέρβες και να κυνηγά κουβάρια.

Και βρέθηκε. Ένας φοιτητής. «Θα το πάρω εγώ, μόλις γίνει καλά». «Μα έχεις τόσα». «Τόσα, συν αυτό». Κανόνισαν το μέλλον του, δίχως να λογαριάσουν τα λοιπά. Το γατί, δεν μπορούσε πλέον, βήμα να κάνει. Νιαούριζε ξεψυχισμένα, μια στο τόσο, όταν ένα ανθρώπινο χάδι το έβγαζε από το θανατικό του. Κι όμως. Του πήρανε φάρμακα, τροφή για μια βδομάδα κι ένα καλαθάκι σαν προίκα για τη νέα του ζωή. Το κρατήσανε ζεστό μπας κι ανέβει η θερμοκρασία του. Το κάνανε μπάνιο, για να μην κολυμπά στα περιττώματά του. Έδωσαν κι από έναν οβολό, για τα νοσήλια και το μέλλον. Αυτοί οι λίγοι που αγνόησαν τις πιθανότητες, τις στατιστικές και τις λογικές και πίστεψαν στο θαύμα. Που ξέρουν να βασίζονται στα λίγα των πολλών κι όχι στα πολλά των λίγων. Γιατί ο κόσμος, πλέον γυρίζει μ’ αυτά τα λίγα κι έτσι παραμένει υποφερτός. Είναι μαθημένοι αυτοί οι άνθρωποι. Να πιστεύουν στο θαύμα.

Κάπως έτσι, διδάσκουν, και στα παιδιά των εργατικών συνοικιών. Που οι γονείς τους δουλεύουν δεκάξι ώρες τη μέρα κι όταν κατάκοποι επιστρέφουν σπίτι, για το τυπικό ρωτούν, «έκανες τα μαθήματά σου» και λαμβάνουν πάντοτε κενές καταφάσεις. Είναι κάποιοι δάσκαλοι που από αυτήν τη μικρή πιθανότητα καταπιάνονται. Και μαθαίνουν να την κάνουν βεβαιότητα. «Θα μάθει και θα βρει τον δρόμο του», λένε συναμεταξύ τους.

Την επομένη το πρωί, το γατί δεν άντεξε άλλο. Στην αγκαλιά της γυμνάστριας, ημέρεψε το προσωπάκι του. Στα μάτια του καθρεπτιζόταν ο αττικός ουρανός. Κι εκείνο, έμεινε να κοιτά ψηλά. Στο απέραντο γαλάζιο και στο πρόσωπο της γυμνάστριας που πρώτη το έκλαψε. Πού πηγαίνουν άραγε, τα γατάκια όταν πεθαίνουν; Ίσως πάνε και συναντούν τις καλές δασκάλες. Αυτές που ζουν για πάντα, στη θύμηση των παιδιών, γιατί προσπάθησαν να σώσουν ένα γατάκι.