Ποιος ποιητής και μεταφραστής έγραψε το μυθιστόρημα «Το Κιβώτιο»

Θεωρείται ένα εκ των, αν όχι το κορυφαίο, μυθιστόρημα της ελληνικής λογοτεχνίας. Το Κιβώτιο είναι ένα ιστορικό, πολιτικό και δυστοπικό μυθιστόρημα που αποτελεί αλληγορική καταδίκη του Εμφυλίου αλλά και της κοντόφθαλμης εξουσίας, είτε λέγεται θρησκευτική, πολιτική ή δικαστική.

Ο συγγραφέας πίσω από το έργο που εκτυλίσσεται την περίοδο του ελληνικού εμφυλίου είναι ο Άρης Αλεξάνδρου, μία ιδιάζουσα προσωπικότητα που «πάλεψε» με το πενάκι του και τη στάση του κατά την περίοδο της Κατοχής και των Δεκεμβριανών, και εξορίστηκε από τους Άγγλους ως ένθερμος κομμουνιστής.

Αντιστασιακός, ποιητής, πεζογράφος, και μεταφραστής έργων κυρίως της ρωσικής λογοτεχνίας, σύχναζε στους λογοτεχνικούς κύκλους της Ελλάδας με πρόσωπα όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ενώ το Κιβώτιο, το μοναδικό του μυθιστόρημα, παραμένει σημαντικότατο έργο της νεοελληνικής πεζογραφίας.

Από τη Σοβιετική Ένωση στην Ελλάδα
Γεννήθηκε στο Πετρογκράντ το 1922. Ο πατέρας του, Βασίλης Βασιλειάδης, ήταν Έλληνας από την Τραπεζούντα και η μητέρα του, Πολίνα Αντόνοβνα Βίλγκελμσον, ήταν Ρωσίδα με καταγωγή από την Εσθονία. Ο Αλεξάνδρου, που ως μητρική γλώσσα είχε τη ρωσική, ήρθε με την οικογένειά του στην Ελλάδα το 1928 και, αφού έμεινε δύο χρόνια στη Θεσσαλονίκη, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.

Αφού ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στη Βαρβάκειο Σχολή, το 1940 έδωσε εξετάσεις και πέρασε στην ΑΣΟΕΕ. Εγκατέλειψε όμως σύντομα τη σχολή, επειδή δεν τον ενθουσίαζε το αντικείμενο των σπουδών του, για να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μετάφραση. Ξεκίνησε να δουλεύει ως μεταφραστής στον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη. Τότε χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το ψευδώνυμο «Άρης Αλεξάνδρου», με το οποίο τελικά καθιερώθηκε.

Η δικτατορία, η κατοχή και η δίωξη
Την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, προσχώρησε στη Φοιτητική Κομμουνιστική Οργάνωση (ΦΚΟ), η οποία σχετίστηκε με την Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας (ΟΚΝΕ) και εντάχθηκε στο ΕΑΜ Νέων. Η παραμονή του ήταν φευγαλέα, αφού το 1942, διαγράφηκε λόγω των «υπερεπαναστατικών», θέσεών του, καθώς πρέσβευε την ένοπλη αντίσταση δίπλα στο ΕΑΜ.

Συμμετείχε σε όλες τις μεγάλες εαμικές διαδηλώσεις της εποχής, και βρέθηκε με μαύρο περιβραχιόνιο στη διαδήλωση του ΕΑΜ στις 3 Δεκεμβρίου 1944 (αρχή των Δεκεμβριανών), ενώ κατόπιν κρυβόταν με την οικογένειά του σε καταφύγια για πολίτες.

Αργότερα συνελήφθη από τις βρετανικές δυνάμεις και στάλθηκε στο στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων στην Ελ Ντάμπα της Λιβύης όπου, μαζί με τον πατέρα του, δήλωσαν στους διώκτες τους ότι ήταν «ΕΑΜίτες». Αφέθηκαν ελεύθεροι το 1945 και επέστρεψαν στην Ελλάδα.

Στον Εμφύλιο κρυβόταν, βγαίνοντας από το κρησφύγετό του μόνο μια φορά την εβδομάδα, προκειμένου να συναντηθεί με την Καίτη Δρόσου, μετέπειτα σύζυγό του και τότε στρατολόγο και μέλος του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ. Συνελήφθη τον Ιούλιο του 1948 και εκτοπίστηκε στον Μούδρο της Λήμνου (1948-49).

Κατόπιν μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο (1948-49), όπου προκειμένου να επιβιώσει από τα βασανιστήρια έκανε δήλωση μετανοίας, την οποία αργότερα ανακάλεσε. Το 1951 έμενε στην Αθήνα, στο Δουργούτι (Νέος Κόσμος), και το 1953 καταδικάστηκε ως ανυπότακτος στράτευσης δηλώνοντας στο στρατοδικείο «κομμουνιστής» με αποτέλεσμα τη φυλάκιση του.

Τέθηκε σε απομόνωση από τους υπόλοιπους πολιτικούς κρατουμένους, έως τουλάχιστον το 1956 και τελικά αποφυλακίστηκε με αναστολή ποινής το 1958.

Τα χρόνια της Χούντας
Μετά την επιβολή της χούντας των συνταγματαρχών το 1967, διέφυγε στο Παρίσι, όπου για να επιβιώσει έκανε διάφορες δουλειές. Πέθανε στη γαλλική πρωτεύουσα το 1978. Σύζυγός του, από το 1958, ήταν η δημοσιογράφος και ποιήτρια Καίτη Δρόσου, η οποία απεβίωσε στις 3 Φεβρουαρίου 2016, σε ηλικία 94 ετών, στην ίδια πόλη.

Μετά τις δοκιμασίες του, ο Αλεξάνδρου είχε αποτινάξει κάθε έννοια δυναστείας, κράτους, και εξουσίας. Είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: «Δεν ανήκω σε κανένα κόμμα και σε καμιά πολιτική οργάνωση. Δεν είμαι μέλος καμιάς εκκλησίας. Δεν είμαι οπαδός καμιάς θρησκείας».

«Έχοντας περάσει από τα ξερονήσια και τις φυλακές, νιώθω πως είμαι συγκρατούμενος όχι μόνο με όσους υποφέρουν στα φασιστικά στρατόπεδα, μα και με όσους βασανίζονται στο Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ. Νιώθω αλληλέγγυος και συνυπεύθυνος με όσους αγωνίστηκαν, αγωνίζονται και θα αγωνιστούν εναντίον όλων των τυράννων».